υδατογραφικός

υδατογραφικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδατογραφία ή αυτός που έγινε με την τεχνική τής υδατογραφίας (α. «υδατογραφική μέθοδος» β. «υδατογραφικός πίνακας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδατογραφικός — ή, ό επίρρ. ά που αναφέρεται στην υδατογραφία, που έγινε με υδατογραφία: Υδατογραφικός πίνακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”